ΟΙ
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΡΑΒΔΟΙ
O βασιλιάς
Ερρίκος ο Α΄, γιος του Γουλιέλμου του Κατακτητή, αναρριχήθηκε στον Αγγλικό
θρόνο το
1100 μ.Χ. Εκείνη
την εποχή, αρκετό καιρό πριν την εισαγωγή της τυπογραφίας, οι φόροι συνήθως
πληρώνονταν σε
είδος - π.χ. προϊόντα - σύμφωνα με την παραγωγική δυνατότητα της γης υπό τη
φροντίδα του
δουλοπάροικου ή του μικρότερου σε βαθμό ευγενή. Εκείνων δηλαδή που πλήρωναν
τους φόρους. Για να
καταμετρήσουν την παραγωγή οι Μεσαιωνικοί δημόσιοι υπάλληλοι χρησιμοποιούσαν ένα χοντροκομμένο
λογιστικό σύστημα: χάραζαν εγκοπές σε ράβδους (tallies: από το λατινικό talea που σημαίνει
κλαδί ή πάσσαλος). Οι συμπληρωματικοί ράβδοι είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από την ατελή ανθρώπινη
μνήμη ή από τις εγκοπές στην πόρτα του αχυρώνα - όπως γινόταν μερικές φορές.
Για να
αποφευχθούν αλλαγές ή παραποιήσεις, οι ράβδοι χωρίζονταν στη μέση κατά μήκος
τους
αφήνοντας το ένα
μέρος της εγκοπής στο ένα μέρος και το υπόλοιπο στο άλλο - η μισή ράβδος
παραδινόταν στον
φορολογούμενο και μπορούσε να συγκριθεί για την ακρίβεια της συναλλαγής με την ένωση των δύο
μερών. Ο Ερρίκος υιοθέτησε αυτή τη μέθοδο για την τήρηση των φορολογικών
αρχείων στην
Αγγλία.
Με τον καιρό, ο
ρόλος των συμπληρωματικών ράβδων αναπτύχθηκε και εξαπλώθηκε. Τον καιρό
του Ερρίκου του
Β΄ οι φόροι πληρώνονταν δύο φορές το χρόνο. Η πρώτη πληρωμή γινόταν το Πάσχα.
Ως απόδειξη της
πληρωμής, δινόταν στον φορολογούμενο μια συμπληρωματική ράβδος με εγκοπή,
γεγονός που
αποδείκνυε την καταβολή της τμηματικής πληρωμής. Η διαδικασία ολοκληρωνόταν με
το υπόλοιπο της
ράβδου, η οποία κρατείτο σαν αρχείο.
Τα δύο μέρη της ράβδου παρουσιάζονταν τηνημέρα της εορτής
"των Ταξιαρχών", όταν το υπόλοιπο των φόρων εθεωρείτο ληξιπρόθεσμο.